- μεγήρατος
- μεγήρατος, -ον (Α)πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος, επέραστος («μεγήρατα τέκνα θεάων», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγ(α)-* + -ήρατος (< ἐρατός < ἔραμαι), πρβλ. ευ-ήρατος, πολυ-ήρατος. Το -η- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.